
MYPROPERTY: ΨΗΦΙΑΚΑ ΚΑΙ ΟΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΦΟΡΟΥ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ
12 Ιανουαρίου 2024
ΑΥΞΗΣΗ ΤΟΥ ΕΠΙΔΟΜΑΤΟΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΑ
22 Ιανουαρίου 2024Οι επενδυτές μπορούν σήμερα να επιλέξουν να αξιοποιήσουν τα κεφάλαιά τους μεταξύ της παθητικής και της ενεργητικής διαχείρισης.
Παθητική διαχείριση έχουμε όταν επιλέγουμε και διατηρούμε σε μακροπρόθεσμη βάση ένα χαρτοφυλάκιο που είτε να ακολουθεί πλήρως (π.χ. περιπτώσεις προϊόντων ETF’s) ένα συγκεκριμένο Δείκτη (π.χ. αυτόν της υψηλής κεφαλαιοποίησης FTSE-ATHEX/25 στο Χρηματιστήριο της Αθήνας), είτε να έχει σημαντικές ομοιότητες με τον προαναφερθέντα Δείκτη (π.χ. στο προηγούμενο παράδειγμα αποκτούμε θέση στις δεκαπέντε μεγαλύτερες από τις 25 μετοχές του δείκτη FTSE-ATHEX/25, ανάλογα περίπου με τη στάθμιση της κάθε μίας).
Το σκεπτικό της παθητικής διαχείρισης είναι απλό: Αν πιστεύω ότι τα επόμενα χρόνια το Χρηματιστήριο της Αθήνας και η ελληνική οικονομία γενικότερα θα κινηθούν ανοδικά, επενδύω στον «μέσο όρο» των μετοχών, χωρίς να απαιτούνται επιπλέον γνώση για την επιλογή συγκεκριμένων τίτλων, χρόνος ενασχόλησης, αλλά και σημαντικό κόστος (π.χ. φόροι-προμήθειες επί συχνών συναλλαγών), που να με επιβαρύνει.
Αντίθετα, αν κάποιος επιλέξει το μονοπάτι της ενεργούς διαχείρισης (π.χ. μέσω ανάθεσης σε μια ΑΧΕΠΕΥ, ΑΕΠΕΥ, ή ΑΕΔΑΚ), τότε θα επιβαρυνθεί με επιπλέον κόστος (αμοιβές διαχειριστή, προμήθειες-φόροι συναλλαγών), πλην, όμως, θα αποβλέπει σε μια απόδοση που θα υπερβεί αυτή του συγκρίσιμου δείκτη (δείκτης αναφοράς, benchmark).
Πόσοι, όμως, διαχειριστές χαρτοφυλακίου καταφέρνουν τελικά να σημειώσουν απόδοση καλύτερη από το προκαθορισμένο δείκτη αναφοράς (benchmark), αφού προηγουμένως έχουν αφαιρεθεί τα κάθε λογής έξοδα με τα οποία επιβαρύνεται ο πελάτης; Αλήθεια είναι πως, συχνά στην προσπάθειά τους αυτή οι διαχειριστές «ρίχνουν τον πήχη», ή ακόμη και «περνούν κάτω από αυτόν», σε μια προσπάθειά τους να διορθώσουν κάποια αρχικά λάθη, αναλαμβάνοντας επιπλέον ρίσκο στο χαρτοφυλάκιο των πελατών τους.
Πότε, όμως, ένας αναλυτής-διαχειριστής καταφέρνει να υπεραποδώσει έναντι του δείκτη αναφοράς του; Όταν έχει δράσει με σχετική τουλάχιστον επιτυχία, δηλαδή καλύτερα από τον μέσο όρο της αγοράς, σε έναν τουλάχιστον από τους δύο παρακάτω τομείς:
Πρώτον, να επιλέξει μετοχικές τοποθετήσεις, που θα τα πάνε καλύτερα από τις υπόλοιπες.
Δεύτερον, να έχει υψηλότερα ποσοστά συμμετοχής μετρητών και τίτλων σταθερού εισοδήματος σε περιόδους χρηματιστηριακής πτώσης και χαμηλότερα σε περιόδους χρηματιστηριακής ανόδου (κατάλληλο timing σε αλλαγές ποσοστιαίας σύνθεσης του χαρτοφυλακίου).
Κανένα από τα δύο εγχειρήματα δεν είναι εύκολο.
Προκλήσεις
Γενικότερα, τα επαγγέλματα του χρηματιστηριακού αναλυτή και του διαχειριστή χαρτοφυλακίου κάθε άλλο παρά στερούνται προκλήσεων.
Πρώτον, και οι δύο καλούνται να διατηρούν την ψυχραιμία τους, αποφεύγοντας να συμπεριφερθούν με τον ίδιο τρόπο που θα αντιδρούσαν οι φοβισμένοι πελάτες τους. Για παράδειγμα, όταν η τιμή του πετρελαίου βρισκόταν λίγο πάνω από τα εκατό δολάρια, γνωστός ξένος Οίκος προέβλεψε αμέσως μετά το άκουσμα ενός αρνητικού νέου άνοδο της τιμής του «μαύρου χρυσού», που θα μπορούσε να πιάσει ακόμη και τα διακόσια δολάρια. Τελικά, το πετρέλαιο υποχώρησε τους επόμενους μήνες σαφώς χαμηλότερα από τα εκατό δολάρια, εξέλιξη που εξέθεσε τον συγκεκριμένο Οίκο.
Δεύτερον, θα πρέπει να αντιλαμβάνονται ότι τα διαφόρων ειδών «μοντέλα» δεν αποτελούν πανάκεια, ιδιαίτερα όταν στερούνται (πράγμα ιδιαίτερα σύνηθες) υψηλής στατιστικής επιβεβαίωσης. Για παράδειγμα, «ειδικοί» επί των ενεργειακών τιμών είχαν προσληφθεί από επιχειρήσεις στις αρχές του 2023 για να προβλέψουν την τιμή του φυσικού αερίου το φθινόπωρο και το χειμώνα του ίδιου έτους. Πολλά από τα μοντέλα που χρησιμοποιήθηκαν έδειχναν επαναφορά τις τιμής πάνω από τα 150 ευρώ, όταν τελικά η τιμή στο τέλος της χρονιάς έκλεισε χαμηλότερα από το επίπεδο των 50 ευρώ.
Γενικότερα, τα μοντέλα αποτελούν από τη μια πλευρά σύμμαχο των διαχειριστών χαρτοφυλακίου, αλλά και σε αρκετές περιπτώσεις πιθανό ανταγωνιστή τους. Υπάρχουν διαφόρων ειδών μοντέλα με παραμέτρους που επηρεάζονται από γενικές αρχές διαχείρισης που θέτουμε εμείς, από θεμελιώδη δεδομένα εταιρειών, από χρηματιστηριακούς-επενδυτικούς δείκτες, από στοιχεία τεχνικής ανάλυσης, κ.λπ.. Όλα αυτά μπορούν να βοηθήσουν τη δουλειά ενός διαχειριστή χαρτοφυλακίου, ιδιαίτερα όταν αυτός κινείται στις αχανείς αγορές του εξωτερικού. Τί θα γίνει, όμως, αν φανεί ότι τα αυτοματοποιημένα αυτά μοντέλα (οι «μηχανές») επιτυγχάνουν εξ’ ίσου καλές, ή και καλύτερες επιδόσεις από τους διαχειριστές;
Τρίτον, ο διαχειριστής δεν θα πρέπει να λειτουργεί με τη λογική του «δημοσίου υπαλλήλου», χτίζοντας χαρτοφυλάκια που προσομοιάζουν έντονα στο δείκτη αναφοράς του, προκειμένου να μην κατηγορηθεί και να μη θέσει σε κίνδυνο τη θέση του. Σε μια τέτοια περίπτωση, λόγω των διαφόρων εξόδων-δαπανών θα κινηθεί χαμηλότερα από το δείκτη αναφοράς του, γεγονός που δεν θα αρέσει στους πελάτες του. Αντίθετα, ακόμη και σε περιόδους έντονης αβεβαιότητας, καλείται να αποφύγει το «μεγάλο λάθος» και παράλληλα να κερδίσει -έστω και «στα σημεία»- συγκεκριμένα μετοχικά στοιχήματα, στα οποία οι πιθανότητες είναι με το μέρος τους και που θα τον οδηγήσουν σε υπεραπόδοση. Η ικανότητά του έγκειται στο να εντοπίσει και να αξιοποιήσει τα συγκεκριμένα επενδυτικά στοιχήματα.
Τέταρτο -και κυριότερο- οι αναλυτές και οι διαχειριστές θα πρέπει να μπορούν κάθε φορά να «διαβάζουν τις φάσεις». Δεν αρκεί η γνώση του παρελθόντος και η χρήση παλαιότερων στατιστικών στοιχείων για να προβλεφθεί το μέλλον. Καμιά κρίση και καμιά περίοδος οικονομικής ανάπτυξης δεν είναι ακριβώς ίδια με τις προηγούμενες. Τα αίτια συχνά διαφέρουν, οι συνθήκες από χρόνο σε μεταβάλλονται, όπως επίσης πολύ συχνά αλλάζει και ο τρόπος αντίδρασης των επενδυτών. Όλα αυτά θα πρέπει να επεξεργαστούν από αναλυτές και διαχειριστές, οι οποίες θα κληθούν να προχωρήσουν «στο δια ταύτα» μέσα από αγορές, πωλήσεις ή τήρηση στάσης αναμονής. Κάθε ένα από αυτά οδηγεί σε πολύ διαφορετικά αποτελέσματα. Το μόνο σίγουρο είναι πως δουλειά του αναλυτή και του διαχειριστή είναι να προβλέπουν το μέλλον και όχι να περιγράφουν απλά το παρελθόν, όπως θα έκανε ένας δημοσιογράφος, ή ένας ιστορικός.
Τέλος, αναλυτές και διαχειριστές θα πρέπει να είναι σαφείς, αποφεύγοντας τις αοριστολογίες. Για παράδειγμα, όταν ένας αναλυτής παρουσιάζει τα «συν» και τα «πλην» μιας υπόθεσης χωρίς να καταλήγει σε συγκεκριμένο συμπέρασμα έχει κάνει τη μισή δουλειά. Το ίδιο ισχύει και όταν μιλά με πιθανότητες (π.χ. 40% άνοδος τιμής, 30% πτώση, 30% διατήρηση στα ίδια περίπου επίπεδα) Όταν, τέλος, επικαλείται μονίμως «κλίμα αβεβαιότητας», συμπληρώνοντας πως η αγορά αν δεν ανεβεί, θα υποχωρήσει, τότε απλά προκαλεί θόρυβο.
Η σημασία της διαχείρισης
Σε κάθε περίπτωση, το έργο που επιτελούν αναλυτές και διαχειριστές είναι σπουδαίας σημασίας. Ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας μας εργάζεται σκληρά προκειμένου να δημιουργήσει αποταμιεύσεις, είτε για λόγους ασφαλείας («για μια ώρα ανάγκης»), είτε για μια μελλοντική διάθεση του ποσού που θα μαζευτεί προς όφελος των ίδιων των ατόμων (π.χ. ενίσχυση εισοδήματος κατά την περίοδο της σύνταξης), είτε συγγενικών του προσώπων (υπάρχουν και εκείνοι που αποταμιεύουν με απώτερο στόχο τη στήριξη κοινωφελών και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων).
Κάθε αποταμιευτής θα πρέπει να γνωρίζει ότι, ο όποιος πλούτος του μπορεί να προέλθει όχι μόνο μέσα από τα αυξημένα εισοδήματα από την εργασία του, ή τις χαμηλότερες καταναλωτικές του δαπάνες, αλλά και από την εκμετάλλευση των αποταμιεύσεών του.
Για παράδειγμα, αν μια οικογένεια με αποταμιεύσεις 200.000 ευρώ καταφέρει να ανεβάσει την απόδοση τους κατά 2% το χρόνο, τότε αποκτά επιπλέον 4.000 ευρώ το χρόνο (αποδοχές εργασίας αρκετών μηνών), οι οποίες επεναπενδυόμενες συν το χρόνο μπορούν να διαμορφωθούν ετησίως σε σαφώς υψηλότερα επίπεδα.